- ζημιώνω
- [зимионо] р. наносить ущерб, убыток, вред.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ζημιώνω — ζημιώνω, ζημίωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: ζημιώνω : έχει και τη σημασία του ζημιώνομαι παθαίνω ζημιά) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ζημιώνω — και ζημιώ (AM ζημιῶ, όω, Μ και ζημιώνω) [ζημία] 1. προξενώ σε κάποιον ζημιά, απώλεια, βλάβη, βλάπτω, παραβλάπτω (α. «μέ ζήμιωσες με αυτά που έκανες» β. μηδὲν ἢ μηδένα ζημιοῑ», Πλάτ.) νεοελλ. 1. παθαίνω ζημιά («ζήμιωσα από την επιχείρηση») 2.… … Dictionary of Greek
ζημιώνω — ζήμιωσα, ζημιώθηκα, ζημιωμένος 1. μτβ., προξενώ ζημιά. 2. αμτβ., παθαίνω ζημιά: Βγήκα ζημιωμένος από την υπόθεση αυτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατασίνομαι — (Α) βλάπτω πολύ, ζημιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σίνομαι «βλάπτω, ζημιώνω»] … Dictionary of Greek
ίπτομαι — ἴπτομαι (Α) 1. πιέζω ισχυρά, καταπιέζω («μέγα δ ἴψαο λαὸν Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. ζημιώνω 3. (το ενεργ. μόνο στο Μέγα Ετυμολογικόν και στον Ησύχ.) ίπτω βλάπτω 4. χτυπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ἴπτομαι < θ. ἴπ τού ἶπος* «βάρος, φορτίο», τού οποίου… … Dictionary of Greek
αδελφοτρώγω — και αδερφοτρώω αδικώ, ζημιώνω τον αδελφό μου στη μοιρασιά τής κληρονομιάς … Dictionary of Greek
αδικεύω — [άδικος] προξενώ αδικία, αδικώ, ζημιώνω … Dictionary of Greek
αποζημιώνω — 1. πληρώνω αποζημίωση 2. ικανοποιώ τις απαιτήσεις κάποιου για βλάβη που του προξένησα 3. ανταμείβω κάποιον για εκδούλευση ή προσφορά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + ζημιώνω. Η λ. αποζημιώ ( όω) μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό… … Dictionary of Greek
ασίναντος — ἀσίναντος, ον (Μ) 1. ο αβλαβής 2. επίρρ. ασινάντως. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σίνω, μτγν. τ. του σίνομαι «βλάπτω, ζημιώνω»] … Dictionary of Greek
ασινής — ἀσινής, ές (Α) 1. ο αβλαβής, αυτός που δεν έχει πάθει βλάβη 2. (για πράγματα) αυτός που δεν έχει πάθει φθορά 3. ο μη βλαβερός, αυτός που δεν προξενεί βλάβη 4. αυτός που προφυλάσσει από τη βλάβη. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σινής < σίνος «βλάβη,… … Dictionary of Greek
βλάπτω — και βλάφτω και βλάβω (AM βλάπτω, Μ και βλάβω) μέσ. βλάπτομαι και φτομαι και βομαι (AM βλάπτομαι, Α και βλάβομαι) προκαλώ βλάβη, κάνω κακό σε κάποιον ή κάτι μσν. νεοελλ. καταστρέφω νεοελλ. Ι. 1. σκοτώνω 2. ενοχλώ, πειράζω II. βλάπτομαι 1.… … Dictionary of Greek